πέτρα

πέτρα
I
Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων.
1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια και από δυο ναούς. Τα Στενά της Πέτρας, που έχουν μήκος περίπου 40 χλμ., και αποτελούν τη μοναδική διάβαση από την πεδιάδα της Ελασσόνας προς την παραλία, χρησιμοποιήθηκαν από τον Αγησίλαο, όταν γύριζε το 394 π.Χ. από την ασιατική εκστρατεία του. Τα χρησιμοποίησαν επίσης ο Βρασίδας όταν βάδισε εναντίον της Θράκης, και το 316 π.Χ. ο Κάσσανδρος στην εκστρατεία του κατά της Ολυμπιάδας. Οι Μακεδόνες τα είχαν οχυρώσει καλά και τα είχαν χρησιμοποιήσει, με επικεφαλής το βασιλιά Περσέα στη συμπλοκή τους με τους Ρωμαίους, λίγο πριν από τη μεγάλη μάχη της Πύδνας, το 167 π.Χ., στην οποία οι Μακεδόνες νικήθηκαν.
2. Πόλη της Θράκης στη χώρα των Μαίδων (Μαιδική). Την κατέλαβε το 181 π.Χ. ο Φίλιππος. Είναι η σημερινή βουλγαρική πόλη Πετρίτσι.
3. Αρχαία πρωτεύουσα του βασιλείου των Ναβαταίων και σήμερα μνημειακό κέντρο της Ιορδανίας, στην επιμήκη κοιλάδα μεταξύ Νεκράς Θάλασσας και κόλπου της Άκαμπα, στην Ερυθρά Θάλασσα. Δεν είναι γνωστές οι αρχές της Π., αλλά η παρακμή της άρχισε τον 7o αι. μ.Χ. για να ολοκληρωθεί με την αραβική κατάκτηση.
Κατά τον 19o αι. άρχισαν οι πρώτες αρχαιολογικές ανασκαφές, που, αν και δεν ήταν συστηματικές, έφεραν στο φως ένα μεγαλειώδες συγκρότημα τάφων σκαμμένων στους βράχους, υπαίθριους ναούς και ιερές πυραμίδες που χρονολογούνται μεταξύ 2ου και 1ου αι. π.Χ. Το πιο αξιόλογο κτίριο είναι ο νεκρικός ναός της ελ-Χάζνα, η θησαυρός του Φαραώ, με την πλούσια διακοσμημένη διώροφη πρόσοψη. Η πύλη του αποτελείται από έξι κολόνες κορινθιακού ρυθμού και έχει ανάγλυφες παραστάσεις στα δύο πλάγια· το διάζωμα και το αέτωμα κοσμούνται και αυτά από παραστάσεις, ενώ από πάνω υπάρχει το σύμβολο της θεάς Ίσιδας – ένας δίσκος ανάμεσα σε δυο κέρατα αγελάδας. Στο δεύτερο επίπεδο στέκει ένας κυκλικός πυργίσκος, που περιβάλλεται από κολόνες, με μια υδρία στην κορυφή του: στην εμπρός πλευρά του ναΐσκου υπάρχει η αναπαράσταση της Ίσιδας, ενώ στα δυο πλάγια, ένα αέτωμα που στηρίζεται σε κολόνες, αφήνει να φαίνονται στα ενδιάμεσα οι ανάγλυφες φιγούρες δύο Αμαζόνων. Στο εσωτερικό υπάρχει ένα αρκετά ευρύχωρο δωμάτιο, όπου, πιθανότατα, γίνονταν οι ιεροτελεστίες που ήταν αφιερωμένες στην Ίσιδα.
Η εντυπωσιακότερη κατασκευή της Π. είναι ωστόσο το ελ-Ντέιρ ή Μοναστήρι, που σε μήκος 50 και σε ύψος 42 μ. είναι σκαμμένο πάνω σε ένα βράχο, στην κορυφή ενός βουνού. Υποθέτουν ότι ήταν αρχικά ναός, χρησιμοποιήθηκε όμως αργότερα ως χριστιανική εκκλησία, όπως μαρτυρούν οι σταυροί που είναι χαραγμένοι στους τοίχους. Στα πρώτα αυτά αρχαία κτίσματα, προστέθηκαν πολλά άλλα, στα ρωμαϊκά χρόνια. Ανάμεσα σε αυτά, ένα θέατρο σκαμμένο μέσα στα βράχια, ένας δρόμος με κιονοστοιχία και από τις δύο πλευρές του, καθώς και ένας ναός –το μοναδικό κτίσμα της Π. που δεν σκαλίστηκε μέσα στο βράχο και που στέκει ακόμα σήμερα.
Η αλλαγή στα δρομολόγια των καραβανιών στάθηκε αποφασιστική για την παρακμή της Π. Ξέρουμε πως οι σταυροφόροι έχτισαν το 13o αι. εκεί ένα οχυρό, και ύστερα πια, η Π. χάνεται για τον κόσμο επί πεντακόσια περίπου χρόνια, δίχως κανείς να μιλά γι’ αυτήν, ως την ημέρα που ο Ελβετός εξερευνητής Γιόχαν Μπούρκχαρτ την ανακαλύπτει και πάλι, το 1812.
4. Σικελική πόλη που την είχαν καταλάβει οι Καρχηδόνιοι. Οι Ρωμαίοι την κυρίευσαν στον A΄ Καρχηδονικό πόλεμο (264-241 π.Χ.). Σήμερα λέγεται Πετράλια.
Η πρόσοψη του νεκρικού ναού «Ελ – Χάζνα» στη πόλη Πέτρα της Ιορδανίας (φωτ. ΑΠΕ).
Δύο τάφοι σκαμμένοι σε βράχο στην Πέτρα, το σημερινό μνημειακό κέντρο της Ιορδανίας.
Η εντυπωσιακή βραχώδης είσοδος που οδηγεί στον αρχαιολογικό χώρο της Πέτρας.
II
Oνομασία 8 οικισμών.
1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 960 μ.), στην πρώην επαρχία Δωδώνης, του νομού Ιωαννίνων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ.), στην οποία ανήκουν και τα χωριά Αγία Παρασκευή (υψόμ. 890 μ.) και Σίτσαινα (υψόμ. 880 μ.).
2. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 760 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Κλειδιού.
3. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 550 μ.), στην πρώην επαρχία Άρτας του ομώνυμου νομού. Βρίσκεται στα ανατολικά της Άρτας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (21 τ. χλμ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι δύο μικρότεροι οικισμοί, τα Σέλινα (υψόμ. 450 μ.) και ο Κέδρος.
4. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 13 μ.), στην πρώην επαρχία Νικοπόλεως και Πάργας, του νομού Πρεβέζης. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ.).
5. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 190 μ.), στην πρώην επαρχία Λιβαδειάς του νομού Βοιωτίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα της πρώην επαρχίας, κοντά στην Αλίαρτο. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (24 τ. χλμ.).
6. Μικρός πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ.), στην πρώην επαρχία Βόνιτσας και Ξηρομέρου του νομού Αιτωλίας και Ακαρνανίας. Υπάγεται διοικητικά στην κοινότητα Δρυμού.
7. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 800 μ.), στην πρώην επαρχία Τριφυλίας του νομού Μεσσηνίας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (6 τ. χλμ.).
8. Παράλιος οικισμός (υψόμ. 5 μ.), στην πρώην επαρχία Μηθύμνης, του νομού Λέσβου. Βρίσκεται στα νότια της Μήθυμνας. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (13 τ. χλμ.), στην οποία ανήκουν το Πετρίο (υψόμ. 200 μ.) και η Αγ. Βαρβάρα.
Ο ναός της Παναγίας της Γλυκοφιλούσας στην Πέτρα Λέσβου.
* * *
η, ΝΜΑ, και ιων. τ. πέτρη, Α
1. λίθος
2. μεγάλος ριζωμένος στο έδαφος βράχος, ριζιμιός (α. «κάτου στην άσπρη πέτρα και στο κρύο νερό», δημ. τραγούδι
β. «σὺ εἶ Πέτρος καὶ ἐπὶ τούτῃ τῇ πέτρᾳ οἰκοδομήσω μου τὴν ἐκκλησίαν» γ. «εἰς πέτρας καὶ λίθους σπείροντες», Πλάτ.)
3. βραχώδης κορυφή, ράχη
4. (περιληπτ.) σύνολο οικοδομικών υλικών (α. «αγοράσαμε δύο αυτοκίνητα πέτρα» β. «πέτρα τηΐα»)
5. μτφ. α) καθετί το σταθερό και στερεό (α. «η πέτρα τής πίστεως» β. «ὁ δ' ἐστάθη ἠύτε πέτρη ἔμπεδον», Ομ. Οδ.)
β) η αναλγησία (α. «έχει καρδιά πέτρα» β. «ἁλίαν πέτραν ἤ κῡμα λιταῑς ὥς ἱκετεύων», Ευρ.)
6. φρ. «η πέτρα τού σκανδάλου» — η αιτία που προκαλεί διαμάχες και έριδες ή σκάνδαλα
νεοελλ.
1. πολύτιμος ή ημιπολύτιμος λίθος, πετράδι («τής έκανε δώρο ένα βραχιόλι γεμάτο πέτρες»)
2. λιθώδες σύγκριμα που σχηματίζεται στον οργανισμό («έχει μια πέτρα στο δεξιό νεφρό»)
3. βραχονησίδα
4. στον πληθ. οι πέτρες
α) βράχοι που εξέχουν στη θάλασσα, ξέρα
β) τα πιόνια επιτραπέζιων παιχνιδιών («οι πέτρες τής τριόδας»)
5. φρ. «κάνω πέτρα την καρδιά μου» — δείχνω μεγάλη υπομονή και καρτερία
β) «πέτρα τσ' αστραπής» ο κεραυνός
γ) «πέτρα τής κολάσεως» ο νιτρικός άργυρος
6. παροιμ. α) «κύλησε η πέτρα στ' αβγό, αλί στ' αβγό κύλησε τ' αβγό στην πέτρα, αλί στ' αβγό» ο ασθενέστερος είναι καταδικασμένος να ηττηθεί τόσο όταν αμύνεται όσο και όταν επιτίθεται
β) «από πέτρα σε λιθάρι» — από το κακό στο χειρότερο γ) «όποια πέτρα κι αν σηκώσεις, θα τόν βρεις από κάτω» — αναμιγνύεται σε κάθε υπόθεση ή έχει γνωριμίες παντού δ) «πέτρα που κυλά μαλλί δεν πιάνει» εκείνος που αλλάζει συχνά επάγγελμα και ασχολίες δεν μπορεί να προκόψει ε) «πέτρα σε πέτρα να μη μείνει»
(ως κατάρα) να μην μείνει τίποτε όρθιο, να καταστραφεί εντελώς κάτι ή κάποιος
(μσν.-αρχ) μτφ.
1. ο Χριστός
2. η θεμελίωση, τα θεμέλια τής Εκκλησίας («ἡ πέτρα καὶ ἡ πύλη ὁ Υἱός τοῡ Θεοῡ ἔστι»)
3. το Ευαγγέλιο
αρχ.
φρ. α) «Λευκὰς πέτρα» ο βράχος τών Ηρακλείων Στηλών, τού Γιβραλτάρ β) «πέτραι σύνδρομοι» ή «Συμπληγάδες πέτραι» νησίδες στην είσοδο τού Βοσπόρου γ) «πέτρα Δελφίς» ή «δίλοφος» — η Δελφική κορυφή τού Παρνασσού
δ) «πέτρη γλαφυρή» ή «πέτρη κοίλη» — σπήλαιο
ε) «δίστομος πέτρα» — σπήλαιο με δύο εισόδους.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η λ. πιθ. αποτελούσε αρχικά περιληπτικό όν. αντίστοιχο τής λ. πέτρος* και στη συνέχεια η σημ. της περιορίστηκε στην απλή σημ. «λίθος, πέτρα». Έχουν διατυπωθεί διάφορες απόψεις, όπως η σύνδεση τής λ με τα ρ. πίπτω ή πετάννυμι ή με λατ. λ. όπως impetigo «λειχήνα», taberna «σκηνή, καλύβα» (μέσω αμάρτυρου *τέπρα > πέτρα), οι οποίες, όμως, δεν θεωρούνται πιθανές. Από τη λ. πέτρα παράγεται το όνομα Πέτρος, που έδωσε ο Χριστός στον απόστολο Σίμωνα.
ΠΑΡ. πέτρινος, πετρώδης, πετρώ (-ώνω)
αρχ.
πετραίος, πετρηδόν, πετρήεις, πετρήρης, πετρίδιον, πετρίς, πετρών, πετρώνιον
νεοελλ.
πετρά, πετραδάκι, πετράδι, πετράς, πετρένιος, πετρωτός.
ΣΥΝΘ. (Α συνθετικό) πετροβόλος, πετροκότσυφας / -κόσσυφος. πετροσέλινο(ν), πετροφυής
αρχ.
πεντρεντινάκτης, πετρηρεφής, πετροβάτης, πετρόβλυστος, πετρογενής, πετροκατοίκητος, πετρόκοιτος, πετροκόραξ, πετραχιλιστής, πετρολάπαθον, πετροποιΐα, πετροποιός, πετροπομπός, πετρορριφής, πετρόρρυτος, πετροτόμος
μσν.
πετρόβλητος, πετροκάρδιος, πετροκίσσηρος, πετρολιθοξύστης, πετρόστεγος, πετρόστερνος, πετροστοίβαστος, πετροχελιδών, πετρώροφος
(μσν -νεοελλ.) πετροκόπος
(νεοελλ) πετραγγουριά, πετραμύγδαλο, πετρέλαιο, πετροβούνι, πετρογαλή, πετρογένεση, πετρογραφία, πετρογωβιός, πετροκάλαμο, πετροκάραβο, πετροκάρβουνο, πετρόκαρδος, πετροκαταλύτης, πετροκέρασο, πετρομάρουλο, πετρόμυζον, πετρόμυαλος, πετροπέρδικα, πετροπήγαδο, πετροπόλεμος, πετρορρήκτης, πετροσπουργίτης, πετρότοπος, πετροτόρος, πετροτριανταφυλλιά, πετροτριφύλλι, πετροχημεία, πετρόχορτο, πετρόψαρο, πετρόψυχος. (Β συνθετικό) αρχ. αντίπετρος, άπετρος, έμπετρος, εύπετρος, ισόπετρος, μεγαλόπετρος. μελάμπετρος, οξύπετρος, περίπετρος, υπόπετρος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • πέτρα — πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc/acc dual πέτρᾱ , πέτρα rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Πέτρα — Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc/acc dual Πέτρᾱ , Πέτρη rock fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρά — I Oνομασία διαφόρων αρχαίων πόλεων. 1. Πόλη της αρχαίας μακεδόνικης Πιερίας, χτισμένη πάνω σε ψηλό και απότομο βράχο στα Στενά της Πέτρας, που σχηματίζουν τα Καμβούνια όρη και ο Όλυμπος. Είναι άγνωστο πότε χτίστηκε. Έχουν σωθεί ερείπια από σπίτια …   Dictionary of Greek

  • πέτρᾳ — πέτραι , πέτρα rock fem nom/voc pl πέτρᾱͅ , πέτρα rock fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πέτρα — η 1. λίθος, λιθάρι. 2. κάτι πολύ σκληρό: Το ψωμί ψήθηκε πολύ κι έγινε πέτρα. – Το χωράφι έγινε πέτρα από την ξηρασία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Πέτρα — Sp Petrà Ap Πέτρα/Petra L Graikija (Lesbas) …   Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė

  • Πέτρᾳ — Πέτραι , Πέτρη rock fem nom/voc pl Πέτρᾱͅ , Πέτρη rock fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρά — πετράς fourth day fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μαύρη Πέτρα — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 5 μ., 32 κάτ.) στην πρώην επαρχία Βόλου του νομού Μαγνησίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Σηπιάδος …   Dictionary of Greek

  • Μεγάλη Πέτρα — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 640 μ., 105 κάτ.) του νομού Καρδίτσης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Αχελώου …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”